- πλανησφαίριο
- (Αστρον.). Διάταξη με βάση την οποία φαίνεται σε χάρτη του ουρανού, από κάποιο τόπο, το κάθε φορά πάνω από τον ορίζοντα ημισφαίριο του καθώς και η θέση ως προς τον ορίζοντα των αστέρων και των αστερισμών για κάθε ημερομηνία και ώρα. Για το σκοπό αυτό, ένα κάλυμμα με ωοειδή τρύπα, που κινείται πάνω σ’ ένα χάρτη του ουρανού, μικρής κλίμακας, απομονώνει το ορατό τμήμα του για κάθε μέρα και ώρα.
* * *το, Ναστρον. χάρτης που απεικονίζει, σε επίπεδη προβολή, τα δύο ημισφαίρια τού ουρανού ή κάποιου ουράνιου σώματος, όπως είναι λ.χ. η Γη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. planisphere < λατ. planus «ομαλός, επίπεδος» + σφαίρα].
Dictionary of Greek. 2013.